αγκού — 1. λέξη τής βρεφικής γλώσσας από τα πρώτα ψελλίσματα τού βρέφους 2. θωπευτικά, προς τα νήπια … Dictionary of Greek
αγοράκι — το [αγόρι] 1. μικρό αγόρι 2. συνήθως θωπευτικά από τη μητέρα στο παιδί της ή από την ερωμένη στον εραστή της … Dictionary of Greek
αγορίνα — η 1. το αγοροκόριτσο* 2. (θωπευτικά) το αγοράκι* … Dictionary of Greek
αγόρι — το [Μ ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν)] 1. το αρσενικό παιδί ανεξάρτητα από ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τα θηλυκά κόρη, κορίτσι 2. με χρήση επιθέτου (= αρσενικός) νεοελλ. 1. το μικρό σε ηλικία αρσενικό παιδί 2. (θωπευτικά) ως προσφώνηση σε προσφιλή άτομα… … Dictionary of Greek
αηδονάκι — το 1. νεοσσός τής αηδόνας, μικρό αηδόνι 2. θωπευτικά για καλλίφωνα πρόσωπα («τ’ αηδονάκι τής γειτονιάς») … Dictionary of Greek
γεροντάκι — το και γεροντάκος και κης και γεράκος και γερούλης, ο 1. μικρόσωμος ή αξιολύπητος γέρος 2. (θωπευτικά) ο γέρος 3. (πτηνλ.) κν. ονομασία τής Νήσσας* της χειμερινής … Dictionary of Greek
γιόκας — ο [γιος] (θωπευτικά ή ειρωνικά) γιος … Dictionary of Greek
εγγονάκι — το 1. μικρό εγγόνι 2. (θωπευτικά) εγγόνι ανεξάρτητα από την ηλικία του … Dictionary of Greek
ζάβαλης — και ζαβαλής, ο 1. δυστυχής, ταλαίπωρος 2. (θωπευτικά) φουκαράς, κακόμοιρος, καημένος («κουτός είσαι, ζάβαλη», Καμπούρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zavalli] … Dictionary of Greek
θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… … Dictionary of Greek